Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4846: συμπνίγωσυμπνίγω ( T WH συνπνίγω (cf. σύν, II. at the end)); imperfect συνέπνιγον; 1 aorist συνέπνιξα; present passive 3 person plural συμπνίγονται; to choke utterly: the seed of the divine word sown in the mind, Matthew 13:22; Mark 4:7, 19 ( δένδρα συμπνιγομενα, Theophrastus, c. plant. 6, 11, 6); συμπνίγονται, they are choked, i. e. the seed of the divine word in their minds is choked, Luke 8:14; τινα, to press round or throng one so as almost to suffocate him, Luke 8:42 (A. V. thronged).
Forms and Transliterations συμπνίγει συμπνίγονται συμπνίγουσι συμπνίγουσιν συμποδιούσιν συμποδίσας συμποδισθήσεται συνεπνιγον συνέπνιγον συνεπνιξαν συνέπνιξαν συνεπόδισα συνεπόδισας συνεπόδισεν συνεποδίσθησαν συνεπολέμει συνεπολέμησε συνπνιγει συνπνίγει συνπνιγονται συνπνίγονται συνπνιγουσιν συνπνίγουσιν sumpnigei sumpnigontai sumpnigousin sunepnigon sunepnixan sympnigei sympnígei sympnigontai sympnígontai sympnigousin sympnígousin synepnigon synépnigon synepnixan synépnixanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|