Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2936: κτίζωκτίζω: 1 aorist ἔκτισα; perfect passive ἐκτισμαι; 1 aorist passive ἐκτίσθην; the Sept. chiefly for בָּרָא; properly, to make habitable, to people, a place, region, island (Homer, Herodotus, Thucydides, Diodorus, others); hence to found, a city, colony, state, etc. (Pindar and following; 1 Esdr. 4:53). In the Bible, to create: of God creating the world, man, etc., Mark 13:19; 1 Corinthians 11:9; Colossians 1:16 (cf. Winer's Grammar, 272 (255)); Forms and Transliterations έκτισα έκτισά εκτισας έκτισας ἔκτισας έκτισε έκτισέ εκτισεν έκτισεν ἔκτισεν εκτισθη εκτίσθη ἐκτίσθη εκτίσθης εκτισθησαν εκτίσθησαν ἐκτίσθησαν εκτισμένη εκτισται έκτισται ἔκτισται κτιζόμενος κτίζοντι κτίζων κτισαντα κτίσαντα κτισαντι κτίσαντι κτισαντος κτίσαντος κτίσαντός κτισας κτίσας κτιση κτίση κτίσῃ κτισθεντα κτισθέντα κτισθεντες κτισθέντες κτισθήσονται κτίσον ektisas éktisas ektisen éktisen ektistai éktistai ektisthe ektisthē ektísthe ektísthē ektisthesan ektisthēsan ektísthesan ektísthēsan ktisanta ktísanta ktisanti ktísanti ktisantos ktísantos ktisas ktísas ktise ktisē ktísei ktísēi ktisthenta ktisthénta ktisthentes ktisthéntesLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |