Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1830: ἐξεραυνάω [ἐξεραυνάω T Tr WH for ἐξερευνάω, which see; see ἐραυνάω.] STRONGS NT 1830: ἐξερευνάωἐξερευνάω, ἐξερεύνω: 1 aorist ἐξηρεύνησα; to search out, search anxiously and diligently: περί τίνος, 1 Peter 1:10 (where T Tr WH ἐξεραυνάω which see). (1 Macc. 3:48 1 Macc. 9:26; the Sept.; Sophocles, Euripides, Polybius, Plutarch, others.)
Forms and Transliterations εξερευνήσατε εξερευνησάτω εξερευνήσεις εξερευνήσης εξερευνήσω εξερευνήσωσι εξερευνώντες εξερημούντα εξερημωθήσονται εξερημών εξερημώσαι εξερημώσει εξερημώσω εξερήμωσω εξηραυνησαν ἐξηραύνησαν εξηρευνήθη εξηρεύνησαν εξηρεύνησεν εξηρημωμένας εξηρημωμένοις εξηρήμωσα εξηρήμωσε εξηρήμωται εξήρψεν exeraunesan exeraúnesan exēraunēsan exēraúnēsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|