600. apokathistémi
Strong's Exhaustive Concordance
restore.

From apo and kathistemi; to reconstitute (in health, home or organization) -- restore (again).

see GREEK apo

see GREEK kathistemi

Forms and Transliterations
απεκάκησεν απεκάλεσαν απεκατεσταθη ἀπεκατεστάθη απεκατεστη απεκατέστη ἀπεκατέστη απεκατέστησεν απεκατέστσε αποκαθιστά ἀποκαθιστάνει αποκαθιστανεις αποκαθιστάνεις ἀποκαθιστάνεις αποκαθίστησιν αποκαθιστών αποκαθίστων αποκατασταθήναι αποκατασταθήσεσθε αποκατασταθήσεται αποκατασταθήσονται αποκατασταθω αποκατασταθώ ἀποκατασταθῶ αποκαταστή αποκατάστηθι αποκαταστήσατε αποκαταστησει αποκαταστήσει ἀποκαταστήσει αποκατάστησον αποκαταστήσουσιν αποκαταστήσω αποκαταστήτω αποκατεστάθη αποκατέστη αποκατέστησε αποκατιστανει ἀποκατιστάνει apekatestathe apekatestathē apekatestáthe apekatestáthē apekateste apekatestē apekatéste apekatéstē apokatastatho apokatastathô apokatastathō apokatastathō̂ apokatastesei apokatastēsei apokatastḗsei apokathistanei apokathistánei apokathistaneis apokathistáneis
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
599
Top of Page
Top of Page