Strong's Exhaustive Concordance abide, endure, tarry behind. From hupo and meno; to stay under (behind), i.e. Remain; figuratively, to undergo, i.e. Bear (trials), have fortitude, persevere -- abide, endure, (take) patient(-ly), suffer, tarry behind. see GREEK hupo see GREEK meno Forms and Transliterations υπέμεινα υπέμεινά υπεμείναμεν υπεμειναν υπέμειναν ὑπέμεινάν υπεμεινατε υπεμείνατε ὑπεμείνατε υπέμεινε υπεμεινεν υπέμεινεν ὑπέμεινεν υπέμενον υπομείναι υπομειναντας ὑπομείναντας υπομεινάντων υπομεινας υπομείνας ὑπομείνας υπομείνατε υπομείνη υπομείνης υπόμεινον υπόμεινόν υπομείνω υπομεμενηκοτα υπομεμενηκότα ὑπομεμενηκότα υπομενει υπομενεί υπομένει ὑπομένει υπομενείς υπομενειτε υπομενείτε ὑπομενεῖτε υπομενετε υπομένετε ὑπομένετε υπομενομεν υπομένομεν ὑπομένομεν υπομένοντας υπομενοντες υπομένοντες υπομένοντές ὑπομένοντες υπομενούμέν υπομενούσι υπομένουσιν υπομενω υπομενώ υπομένω ὑπομένω υπομένων hypemeinan hypémeinán hypemeinate hypemeínate hypemeinen hypémeinen hypomeinantas hypomeínantas hypomeinas hypomeínas hypomemenekota hypomemenekóta hypomemenēkota hypomemenēkóta hypomenei hypoménei hypomeneite hypomeneîte hypomenete hypoménete hypomeno hypomenō hypoméno hypoménō hypomenomen hypoménomen hypomenontes hypoménontes upemeinan upemeinate upemeinen upomeinantas upomeinas upomemenekota upomemenēkota upomenei upomeneite upomenete upomeno upomenō upomenomen upomenontesLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |