5278. hupomenó
Strong's Exhaustive Concordance
abide, endure, tarry behind.

From hupo and meno; to stay under (behind), i.e. Remain; figuratively, to undergo, i.e. Bear (trials), have fortitude, persevere -- abide, endure, (take) patient(-ly), suffer, tarry behind.

see GREEK hupo

see GREEK meno

Forms and Transliterations
υπέμεινα υπέμεινά υπεμείναμεν υπεμειναν υπέμειναν ὑπέμεινάν υπεμεινατε υπεμείνατε ὑπεμείνατε υπέμεινε υπεμεινεν υπέμεινεν ὑπέμεινεν υπέμενον υπομείναι υπομειναντας ὑπομείναντας υπομεινάντων υπομεινας υπομείνας ὑπομείνας υπομείνατε υπομείνη υπομείνης υπόμεινον υπόμεινόν υπομείνω υπομεμενηκοτα υπομεμενηκότα ὑπομεμενηκότα υπομενει υπομενεί υπομένει ὑπομένει υπομενείς υπομενειτε υπομενείτε ὑπομενεῖτε υπομενετε υπομένετε ὑπομένετε υπομενομεν υπομένομεν ὑπομένομεν υπομένοντας υπομενοντες υπομένοντες υπομένοντές ὑπομένοντες υπομενούμέν υπομενούσι υπομένουσιν υπομενω υπομενώ υπομένω ὑπομένω υπομένων hypemeinan hypémeinán hypemeinate hypemeínate hypemeinen hypémeinen hypomeinantas hypomeínantas hypomeinas hypomeínas hypomemenekota hypomemenekóta hypomemenēkota hypomemenēkóta hypomenei hypoménei hypomeneite hypomeneîte hypomenete hypoménete hypomeno hypomenō hypoméno hypoménō hypomenomen hypoménomen hypomenontes hypoménontes upemeinan upemeinate upemeinen upomeinantas upomeinas upomemenekota upomemenēkota upomenei upomeneite upomenete upomeno upomenō upomenomen upomenontes
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
5277
Top of Page
Top of Page