Strong's Exhaustive Concordance prevail against. From kata and ischuo; to overpower -- prevail (against). see GREEK kata see GREEK ischuo Forms and Transliterations κατίσχυε κατίσχυεν κατισχύετε κατισχυέτω κατισχυέτωσαν κατισχυον κατίσχυον κατισχύοντες κατισχύουσί κατίσχυσα κατισχύσαι κατίσχυσαν κατίσχυσάν κατισχύσαντες κατισχύσας κατισχύσατε κατίσχυσε κατισχύσει κατίσχυσεν κατισχύση κατισχυσητε κατισχύσητε κατίσχυσον κατισχύσουσι κατισχυσουσιν κατισχύσουσιν κατισχύσω κατισχύσωσιν κατισχύων κατοικεσιας κατοικεσίας katischuon katischusete katischusēte katischusousin katischyon katíschyon katischysete katischysēte katischýsete katischýsēte katischysousin katischýsousinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |